отцвести - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отцвести - translation to γαλλικά


отцвести      
1) perdre ses fleurs, défleurir
цветы отцвели - les fleurs se sont flétries
2) перен. se faner
красота отцвела - la beauté s'est ternie ( или s'est flétrie)
выцвести      
déteindre , se décolorer; passer
платье выцвело - la robe s'est décolorée
выцветшие краски, выцветшие тона - couleurs passées
цвести      
1) fleurir ; être en fleur
сады цветут - les jardins sont en fleurs
2) перен. fleurir ( imparf florissait, part. prés. florissant)
она цветет - elle est resplendissante de santé
3) ( плесневеть ) moisir
пруд цветет - l'étang se couvre de lenticules

Ορισμός

ОТЦВЕСТИ
кончить цвести (в 1 и 2 знач.).
Цветы отцвели. Красота отцвела.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отцвести
1. Они зацвели, причем съедобная голубая жимолость уже даже успела отцвести.
2. Рабочие разбирали забор, валили старые яблони и еще не успевшую отцвести сирень.
3. Мед из средней полосы, наоборот, более интенсивный: цветы должны распуститься и отцвести за две короткие недели.
4. И без урожая оставили: помидоры даже отцвести не успели - все пожелтели, - так обрисовала ситуацию местная жительница Мария Перепелкина.
5. А если отложить посадки недели на две, растения не успеют отцвести к июлю, когда газон полагается скашивать.